απότριψη
Смотреть что такое "απότριψη" в других словарях:
ἀποτρίψῃ — ἀποτρίψηι , ἀπότριψις mashing fem dat sg (epic) ἀποτρί̱ψῃ , ἀποτρίβω wear out aor subj mid 2nd sg ἀποτρί̱ψῃ , ἀποτρίβω wear out aor subj act 3rd sg ἀποτρί̱ψῃ , ἀποτρίβω wear out fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)